Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

Μονή Ιβήρων : (Ελληνική, παλαιότερα ιδιόρρυθμη και νυν κοινόβια, γιορτάζει την Κοίμηση της Θεοτόκου,  στις  15 Αυγούστου).
    Βρίσκεται στην παραλία ανάμεσα στις Μονές Σταυρονικήτα-Φιλοθέου και ιδρύθηκε στο τέλος του 10ου αιώνα από τον Ίβηρα Ιωάννη, τον γιο του Ευθύμιο και τον Ιωάννη Τορνίκιο, μαθητές του αγίου Αθανασίου, με τη φροντίδα και βασιλική χορηγία της αυγούστης  Θεοφανούς,
μητέρας του Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου. Στη θέση που βρίσκεται σήμερα η μονή βρισκόταν η Μονή του Κλήμεντος, επίσης  το ίδιο όνομα είχε και η μονή των νέων κτητόρων, μέχρις ότου, άγνωστο πότε, πήρε την ονομασία Ιβήρων από την  πατρίδα των πρώτων μοναχών. Πιθανότατα στην ίδια θέση βρισκόταν μία από τις αρχαίες πόλεις του Άθω ή το λιμάνι της και, κατά την παράδοση, το παρεκκλήσι του Προδρόμου χτίστηκε πάνω στο ειδωλο- λατρικό ιερό του Ποσειδώνα. Παράδοση όχι φανταστική, αν παρατηρήσει κανείς τις υποχωρήσεις του εδάφους μέσα στο παρεκκλήσι.
    Από τα τέλη του 10ου αιώνος  δείχνουν   έμπρακτον ενδιαφέρον για τη μοναστική πολιτείαν  του Αγ. Όρους  οι κατοικούντες περί τον Καύκασον   Ορθόδοξοι Ίβηρες, οι και αλλιώς  ονομαζόμενοι Γεωργιανοί , λόγω  δε  σωματικού  κάλλους  και   κατά τους μέσους  αιώνας  και  κατά  τους  νεωτέρους  χρόνους εθεωρούντο ως οι ωραιότεροι πάντων των ανηκόντων στη λευκήν ή καυκασίαν φυλήν του ανθρωπίνου γένους. Οι Ίβηρες, γενόμενοι Χριστιανοί επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου, συνδέονται έκτοτε  στενώς  προς τους Έλληνες, οι δε σχέσεις των δύο λαών γίνονται ακόμη στενότερες επί Λέοντος ΣΤ' του Σοφού και των άμεσων αυτού διαδόχων και ιδιαίτερα επί Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου,  ο οποίος υπήγαγε την Ιβηρίαν υπό την κυριαρχίαν του Βυζα- ντινού κράτους. Ενώ δε ο περίφημος στην υπηρεσία των Βυζαντινών, Ίβηρ το γένος, στρατηγός Ιωάννης κουρκούας, επί  Ρωμανού  του  Α' και  Κωνσταντίνου  Ζ’, σημειώνει περιφανείς νίκες κατά των Αράβων και κυριεύει μύρια φρούρια στη Συρία και Μεσοποταμία, η μητέρα του Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου, η Αυγούστα   Θεοφανώ,  κτίζει επί του Άθω, προς χάριν ασκήσεως των εξ Ιβηρίας μοναχών και αναπαύσεως των από εκεί προερχομένων προσκυνητών, ιδίαν μονήν, τιμωμένην μεν στο όνομα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κοινώς δε καλουμένην των Ιβήρων. Η ίδρυσις της μονής αυτής συνδέεται με τούς αγώνες  των Βυζαντινών   προς καταστολήν   της  στάσεως του Βάρδα Σκληρού. Κατά του ανδρός τούτου, ο οποίος είχεν στασιάσει στην Ανατολή  και  υπεστηρίζετο  σημαντικώς  από τους Πέρσας,  απεστάλη από τον  αυτοκράτορα  Βασίλειο Β' το Βουλγαροκτόνο ο στρατηγός Βάρδας Φωκάς,αλ' επειδή ο στρατηγός  αυτός  διέψευσε τις ελπίδες   του  αυτοκράτορος, ηττηθείς  κατ' επανάληψιν υπό του Βάρδα Σκληρού  και  των Περσών συμμάχων του, η βασιλομήτωρ  Θεοφανώ συνεβούλευσε τον αυτοκράτορα υιόν της, όπως εμπιστευθή την καταστολή της επικινδύνου στάσεως στον Ίβηρα  στρατηγόν Ιωάννην  Τορνίκιον, που εφησύχαζε στο Άγιον Όρος εν μοναχικώ  σχήματι, καταγόμενον από οίκο εξελληνισμένο και ήδη πρότερον διακριθέντα  (πρβλ. Robert Schütte, Der Aufstand des Leon Tornikios im jahre 1047. Eine Studie zur byzahtinischen Gemnasiums zu Plauen I v. Auf das Schuljahr 1895-6, Pluen I. V. 1896 σελ. 7). O στρατηγός  μοναχός  Ιωάννης  Τορνίκιος, επικεφαλής   πολυπληθούς στρατού,  μάλιστα εξ  Ιβήρων  και Αβασγών, κατετρόπωσε το έτος 978 τον αντάρτην Βάρδα σκληρόν, απεκα- τέστησε  το  στην  Ανατολή κράτος του Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου και επανήλθεν εις την Βασιλεύουσαν  συναποκομίζων  πλούσια  λάφυρα  (Stephαη  Asocnik [v.Taron], γερμανική μετάφρασις από τον Η. Gelzer-Α. Burckhardt,εν Λειψία 1907,  σελ. 141. Πρβλ. G. Schlum-berger,  Εpopée byzantine τομ. Α', σελ. 419). Ακριβώς από τα λάφυρα του νικητού στρατηλάτη - μοναχού   Τορνικίου  και των περί αυτόν μοναχών ίδρυσεν η Αυγούστα Θεοφανώ  την αγιορείτικη μονή τών Ιβήρων, αποστείλασα από την Κων/πολη  τέκτονες, καλλιτέχνες και εργάτες. Εκτός από τούς ξενώνες και φροντιστήριο για Ίβηρας σπουδαστές προσαρτήθηκε  στη μονή, της οποίας η ίδρυση ανάγεται στο έτος 979. Προς συντήρησιν της μονής η Αυγούστα Θεοφανώ διέθεσε προάστια στη Θεσσαλονίκη και τη λοιπή Μακεδονία, ο δε υιός της, ο  Βασίλειος Β' ο Βουλγα- ροκτόνος, με χρυσόβουλλο που εκδόθηκε το έτος  980  και διατηρείται  στο αρχείο της μονής  (το πρωτότυπο), υπήγαγε υπ’ αυτήν τις  μονές του Λεοντείου στη Θεσσαλονίκη, του Αγίου Ιωάννου του Κολοβού παρά την Ιερισσό και τη μονή του Αγίου Κλήμεντος στο Άγιον Όρος (πρβλ. V. Langlois, Géographie de Ptolemée (ιδέ κατωτέρω βιβλιογραφίαν) αριθ. 36.Jos. Müller εν τη Slavische Bibliothek, τόμ. Α' 1851, αριθ. 148, Ζ. ν. Lingenthal , jus  graecoromanum, τομ. Γ’, σελ. XVI, αριθ.16, ΧΙΧ αριθ. 47.  Schlumberger, όπως παραπάνω, τομ. Α’, σελ 430)    Συγκτήτωρ   της μονής των Ιβήρων υπήρξεν ο αδελφός  του στρατηγού- μοναχού Ιωάννου Τορνικίου,  ο οποίος ταυτίζεται με τον μνημονευόμενον από το Γεώργιο  Κεδρηνό   ανεψιόν του πατρικίου Θεοδότου και ανακαινιστού αυτής της μονής Βαρός-βατζέ. Εκτός από τους αδελφούς Τορνικίων και δύο συγγενείς τους, ο όσιος Ιωάννης ο Ίβηρ και ο υιός αυτού Ευθύμιος, οι οποίοι εμόναζαν εις Άθω πριν από την ίδρυση της μονής Ιβήρων, συνετέλεσαν μεταξύ των πρώτων  στο μεγάλωμα και την ανύψωσιν αυτής. Ο  όσιος Ιωάννης,  κατά  κόσμον δυνάστης Μεσχίας της Ιβηρίας, ενδυθείς το Ισάγγελον σχήμα εγκατέλειψε την πατρίδα του και ήλθε στη Μακεδονία, όπου προσεκάθησε   στη   μονή   των  Τεσσάρων  εκκλησιών, απ’ όπου μετά απο λίγο χρόνο πήγε στον  καθοσιωμένο θεσσαλικόν Όλυμπον, όπου προσεκάθησε  στη  μονή της  Κρανειάς (πρβλ. Νίκον Α. Βέην, ἐν Νeue jahrbücher f. Das klass. Altertum, τομ. ΙΘ' 1916,τόμ. Α', σελ. 260  κ. ε.). Στη  μονή της Κρανειάς κατ’ απαίτησιν, όπως  λένε  οι παραδόσεις, τον πατέρα ακολούθησε αργότερα και ο υιός  Ευθύμιος, ο οποίος κατά τα συνηθισμένα ήταν παιδόπουλον στην αυλή του Ρωμανού και της Αυγούστας  Θεοφανούς, τυχών  ελληνικής  ανατροφής  και παιδεύσεως.    
     Το έτος 972 ο όσιος Ιωάννης ο Ίβηρ και ο υιός του Ευθύμιος εγκατέλειψαν την άσκησιν, στο Θεσσαλικό Όλυμπο και πήγαν στο Άγιον Όρος, όπου  το όνομα του Αγίου Αθανασίου του Λαυριώτου και η μοναστική αυτού αρετή προσείλκυε ευχαρίστως όσους ήθελαν να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια. Εισήλθαν λοιπόν ο όσιος  Ιωάννης ο Ίβηρ και ο υιός του όσιος Ευθύμιος εις την Μεγάλην Λαύραν του Αγίου Αθανασίου, στην οποία προσήλθε και ο Ιωάννης Τορνίκιος  που είχε εν τω μετξύ αναλάβει το μοναστικό τριβώνιον , αυτός κατά κόσμον ήταν στρατηγός του βασιλέως της Ιβηρίας Δαβίδ του Μεγάλου, ο οποίος είχε τιμηθεί από τους Βυζαντινούς με τον τίτλου του κουροπαλάτη, και γυναικάδελφος του οσίου Ιωάννου του Ίβηρος, επομένως θείος από μητέρα του οσίου Ευθυμίου. Προ της ιδρύσεως της μονής των Ιβήρων ανήγειραν εκ βάθρων, όπως αναφέρουν οι παραδόσεις, από κοινού ο όσιος Ιωάννης ο Ίβηρ, ο όσιος Ευθύμιος και ο Ιωάννης Τορνίκιος την μικρή πεπαλαιωμένη μονή του Χαρζανά, τιμώμενη στο όνομα του Προδρόμου, κτίσαντες προς ιδίαν αυτών ησυχίαν και εγκλείστραν. Αυτό το πρώτο  κτίσμα των Ιβήρων ευγενών μοναχών επακολούθησε κατόπιν, όπως ελέχθη, μετά την επιτευχθείσα κατατρόπωση του αντάρτου Βάρδα Σκληρού, από το μοναχό στρατηγό Ιωάννη Τορνίκιο, με τη φροντίδα και βασιλική χορηγία της Αυγούστης Θεοφανούς, η ίδρυσις της μεγάλης, διά  μέσου των αιώνων, μονής των Ιβήρων. Μοναχοί και δόκιμοι από την Ιβηρία και τις γειτονικές χώρες, Αβασγοί, Λαζοί, Τραπεζούντιοι, προσέτρεχον σ’ αυτήν, αφιερώματα δε ποικίλα και έγγειοι δωρεαί τόσον στα ανατολικά όσον και στα δυτικά  κλίματα ηύξανον τον πλούτο και την υπόληψη του ευαγούς καταγωγίου, τούτου το Ιερόν παλλάδιον από αιώνων μέχρι σήμερον είναι η περίφημος και θαυματουργός εικόνα της Πορταῒτισσας, την οποία, κατ’ ευσεβείς διηγήσεις, ο 'Ιβηρ Γαβριήλ
κατόπιν αποκαλύψεως κατέβηκε από το ασκήταριό του και την ανέσυρεν από τη θάλασσα, θαυ- μασίως με τη βοήθεια αυτής ταύτης της αγίας εικόνας, περιπατήσας επί των υδάτων. Αξιόπιστα κείμενα καθιστούν δυνατήν σ’ εμάς την παρακολούθησιν των μεγάλων δωρεών και προνομίων, που έτυχεν η μονή των Ιβήρων ήδη κατά τις πρώτες από της συστάσεώς της δεκαετηρίδας εκ μέρους και Ιβήρων και Βυζαντινών αρχόντων ή και απλών ευσεβών Χριστιανών, Αλ' είναι αμφιβόλου γνησιότητος το αναφερόμενον χρυσόβουλλον, το όποιον δήθεν το έτος 990 ο Κωνσταντίνος ο Η', ο αδελφός και συμβασιλεύς του Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου,εξέδωκεν επικυ- ρώνοντας τα κτήματα της μονής Ιβήρων στη Μακεδονία και Θεσσαλία, επίσης και το πιττάκιον προς τον πρωτοσπαθάριο και κριτήν Θεσσαλονίκης  Νικόλαον που έχουν  σχέση με τα παράπονα   Ιωάννου του Ίβηρος για τις κτίσεις της μονής Ιβήρων στον Πολύγυρο είναι αμφίβολον  κατά πόσον προέρχεται   από το έτος    997  (Τ. Δ. Νερούτσου, Χριστιανικαί Αθήναι, έν Αθήναις 1889, σελ. 57 πρβλ. αντιθέτως Fr. Dölger, Corpus der griechis-chen Urkunden des Mittelalters und der neueren Zeit. Regesten. Abt. I, Teil J, ἐν Μονάχω 1924, σελ. 99, αριθ. 779, 102 αριθ. 785). Η μονή Ιβήρων και η προσηρτημένη  σχολή  σ’ αυτήν ανεδείχθη εξαίρετον πνευματικόν κέντρον, στο οποίο εκτός των άλλων εκαλλιεργούντο σημαντικώς η βυζαντιακή και μάλιστα η εκκλησιαστική τέχνη, αντεγράφοντο έργα της θύραθεν και της ιεράς φιλολογίας, εδιδάσκοντο τα ελληνικά γράμματα οι Ίβηρες και μετεφράζοντο στη γλώσσαν αυτών έργα της ελληνικής λειτουργίας και λοιπής γραμματείας. Οι ίδιοι οι πρώτοι κτήτορες και οικισταί της μονής κατεγίνοντο σε έργα αντιγραφικά και μεταφραστικά.
     Σώζονται: ιδιόγραφος νομοκάνων του οσίου Ιωάννου του Ίβηρος και μετάφρασις ερμηνείας της Αποκαλύψεως του οσίου Ευθυμίου. Ο  Γεώργιος, ο δεύτερος με το  όνομα  αυτό αναδειχθείς ηγούμενος της αγιορείτικης μονής των Ιβήρων, στα μέσα του ΙΑ' αιώνος, μετέφρασεν εκ της Ελληνικής  στην Ίβηρική ολόκληρη σειρά  λειτουργικών βιβλίων, τις δε μελέτες του εξηκολούθησε και αφού το 1056 εγκατέλειψε το Άγιον Όρος και εζήτησε νέον τόπον ασκήσεως επί του Μέλανος όρους στη μονή του Αγίου Ρωμανού πλησίον της Αντιοχείας. Υποτακτικός του προμνημονευθέντος ηγουμένου της μονής Ιβήρων φέρεται ο Ίβηρ αξιόλογος νεοπλατωνικός φιλόσοφος του ΙΑ'-ΙΒ' αιώνος Ιωάννης Πετρίτζης ή Πατρίκιος, ο οποίος  θεωρείται ανάστημα ουχί τόσον της ιβηρικής μονής στο Άγιον Όρος όσον της μονής της Παναγίας της Πετριτζονιτίσσης, που βρίσκεται στο χωρίον  Μπάτζκοβο  κοντά στη Στενήμαχο, την οποίαν ίδρυσε ένα περίπου αιώνα μετά τον Ιωάννην Τορνίκιον χάριν των ομογενών του μοναχών,  έτερος Ίβηρ, ο στην υπηρεσία του αυτοκράτορος Αλεξίου Α' Κομνηνού χρηματίσας στρατηγός Γρηγόριος Πακουριάνος, (πρβλ. Νίκον Α. Βέην έν τοις byzantinisch - Neugrie-chische jahrbücher τομ. Δ , 1923, σελ. 124 και τήν αυτόθι έν υποσημ. 6 αναφερομένην βιβλιογραφίαν).
      Κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 1078, ο αυτοκράτωρ Νικηφόρος Γ' ο Βοτανειάτης απέλυσε χρυσόβουλλον λόγον που όριζε ότι, η στο Άγιον Όρος λαύρα των Ιβήρων θα λαμβάνει ετησίως από το κρατικό και το ιδιαίτερο ταμείο του αυτοκράτορος γενναία ποσά και θα διατελεί απηλλαγμένη παντός φόρου υπό την δικαιοδοσίαν του επόπτου Θεσσαλονίκης (πρβλ. Fr. Dölger ένθ' ανωτέρω, Regesten, Abteil. Ι Τeil II, σελ. 22, αριθ. 1040). «Φροντιστήριον Ιερόν κατά τό μέγα όρος» ονομάζεται στο παραπάνω χρυσόβουλλο του έτους 1078 η μονή των Ιβήρων και υπήρξεν όντως, για αιώνες, φροντιστήριον ιερόν αμοιβαίας μεταφυτεύσεως ελληνικού και ιβηρικού πολιτισμού, όπως αποδεικνύεται από πολλά κατάλοιπα (πρβλ.M. Fel. Brosset, Histoire de la Géorgie, έν Πετρουπόλει 1860-61.—Κ. Κekelidze, Ιστορία  της γεωργιανής φιλολογίας, τομ. Α’, εν Τιφλίδι 1923, γρουσιστι). Στη μονή των Ιβήρων επικρατούσε η τάση για τα ελληνικά γράμματα και μαρτυρία τούτου είναι και οι σωζόμενες στον εξωνάρθηκα του Καθολικού αυτής μεγαλόσχημοι παραστάσεις αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και συγγραφέων, όπως ο Σόλων, ο Χείλων, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Σοφοκλής, ο Θουκυδίδης, ο Πλούταρχος (πρβλ. Νίκον Α. Βέην τόμ. Δ' σελ 121 , Τ. Δ. Νερούτσου, Χριστιανικαί Αθήναι, σελ. 59, V. Grecu` έν τω Bulletin de Lα Section historique de l’ Acad. Roumaine τόμ. ΙΑ', 1924, Α. ν. Premerstein έν τῆ Festschrift der Nationalbibliothek in Wien zur Feier des 200Jährigen Bestehehs des Gebäudes, έν Βιέννη 1926, σελ. 647-666), Λέγεται, ότι Βυζαντινοί αυτοκράτορες και βασιλείς της Ιβηρίας με Ίδιες χορηγίες συντηρούσαν στην αγιορείτικη μονή των Ιβήρων τροφίμους, αποστελλόμενους ετησίως από την Ιβηρία με σκοπό τη μελέτη της ελληνικής γλώσσης, της φιλοσοφίας και της βυζαντινής λειτουργικής, ότι μάλιστα ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Γ’ ο Δούκας μετά από παράκληση του κατά το έτος 1065 αποθανόντος πατρός Γεωργίου στη Κων/πολη, που είχε άλλοτε χρηματίσει-όπως αναφέρθηκε παραπάνω-  ηγούμενος της αγιορείτικης μονής των Ιβήρων, ώρισε τους εξ Ιβηρίας, για λόγους  σπουδών τροφίμους της μονής αυτής εις ογδοήκοντα (80)  (Τ, Δ. Νερούτσος,σελ. 58 κ.έ.). Πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι κανένα αυθεντικό χρυσόβουλλο του Κωνσταντίνου Ι' του Δούκα με  τέτοιο περιεχόμενο είναι γνωστόν (πρβλ. Fr.Dölger, Regesten ,Abt. l, Teile II σελ. 14-16, αριθ. 946-966). Περισσότερο συγκεχυμένα  είναι και τα λεγόμενα που αφορούν στην αποστολή κατ' έτος είκοσι νέων από την Ιβηρίας, στην αγιορείτικη μονή των Ιβήρων, για σπουδές, κατά διαταγήν του βασιλέως της χώρας αυτής Δαβίδ Β' του Παγκρατίδου, του επικαλουμένου Μεταρρυθμιστού (1089-1125), καθόσον από τα Ιβηρικά χρονικά δεν γνωρίζουμε σχετικά περί αποστολών του βασιλέως Δαβίδ Β' της Ιβηρίας, στον Άθω ,νέων Ιβήρων χάριν σπουδών, απ' εναντίας είναι γνωστόν ότι αυτός έκτισεν στην Ιβηρία το μοναστήριον Γελάθ ή Γενάθ, ήτοι της Γεννήσεως της Θεοτόκου, το οποίο κατέστη σημαντικό πνευματικό κέντρον, όπως λένε τα κείμενα «νέα Ιερουσαλήμ και δευτέρα Αθωνιάς», που αποδεικνύει τη μεγάλη επιρροήν, που ασκούσε το αγιώνυμον όρος στο σύνολό του και ιδιαίτερα η μονή των Ιβήρων επί των Χριστιανών του Καυκάσου. (Εγκ. Ελευθερουδάκη)
     Η ακμή της μονής συνεχίστηκε και στον 11ο-12ο αιώνα, αλλά το 1259 οι πειρατές κατέστρεψαν σχεδόν ολόκληρη τη μονή. Μετά την ανασυγκρότησή της ακολούθησαν εποχές ακμής και προόδου. Το 1542 ο πατριάρχης Ιερεμίας διόρισε πρώτο ηγούμενο της Μονής Σταυρονικήτα τον Σίλβεστρο, προηγούμενο Ιβηρίτη. Στο τέλος του 16ου αιώνα λειτουργούσε καλλιτεχνικό εργαστήριο ζωγραφικής μέσα στη μονή (Μ. Γεδεών, Χρονογραφία, α. 14-15), και στον 17ο αιώνα κατασκευάστηκαν μεγάλα οικοδομικά έργα: το 1617 - 1626 έγινε το υδραγωγείο, το 1622 οικοδομήθηκε ο παραθαλάσσιος πύργος και το κτήριο του αρσανά με έξοδα τού Γαλακτίωνος, μητροπολίτη Ελασσώνος, το 1674 ζωγραφίστηκαν τα παρεκκλήσια του καθολικού (Αρχαγγέλων-Αγίου Νικολάου). Το 1740 και το 1865 όμως μεγάλες πυρκαγιές κατέστρεψαν όλες σχεδόν τις οικοδομές της μονής, εκτός από το καθολικό και τα παρεκκλήσια της αυλής. Το 1866 οικοδομήθηκε πάλι η δυτική και η βόρεια πλευρά και λίγο αργότερα η ανατολική και τμήμα της νότιας.
     Το καθολικό, στον αγιορείτικο τύπο, βρίσκεται στη μέση της μεγάλης αυλής και χτίστηκε στις αρχές του 11ου αιώνα από τον Ίβηρα μοναχό
Γεώργιο Βαροσβατζέ. Μεγάλες εργασίες έγιναν στις αρχές του 16ου αιώνα, αλλά δεν είναι γνωστό ποιές ακριβώς. Από το  παλαιό καθολικό διατηρήθηκαν το πλούσιο μαρμαροθέτημα του δαπέδου, τμήματα του μαρμάρινου τέμπλου και παλαιοχριστιανικά αρχιτεκτονικά κομμάτια σε δεύτερη χρήση (κίονες, κιονόκρανα κ.λπ.).   
    Μπροστά στην Ωραία Πύλη, κρέμεται παλαιά αργυρά κανδήλα, που ζυγίζει περίπου δυόμισυ (2,5) κιλά. Η κανδήλα αυτή, κατά την αγιορίτικη παράδοση παρουσιάζει ανέκαθεν ένα παράδοξο και μυστιριώδες φαινόμενο, αντίθετο προς το φυσικό νόμο της βαρύτητος και κινείται μόνη της από θεϊκή δύναμη, όπως λέγουν οι Αγιορίτες Πατέρες, ρυθμικά και οριζοντίως για πολλές ώρες, κατά τις μεγάλες εορτές και έκτακτα τις καθημερινές. Κατά μεν τις μεγάλες εορτές την ώρα της Ακολουθίας και κυρίως στον καιρό της αγρυπνίας, όταν αρχίζει το επισημότερον της λατρείας με χαρμόσυνους ύμνους και ψαλμωδίες προς αίνον του Κυρίου ή προς δοξολογίαν της Κυρίας ημών Θεοτόκου και όταν για λαμπρότερο εορτασμό ανάβουν οι πολυέλαιοι και όλα τα φώτα του Ναού. Κατά αρχαιότατη  παράδοση που διασόθηκε από τους Γέροντες, η κίνησις αυτή έχει την ένοια, ότι η Παναγία συνεορτάζει και συμπανηγυρίζει με τους ορθόδοξους χριστιανούς. Κατά τις καθημερινές, η κίνησις αυτή σημαίνει, κατά την ίδια πάντα παράδοση, ότι θα συμβεί κάποιο κακό γεγονός(δυστύχημα), με γενικότερες για τον κόσμο συνέπειες, π.χ σεισμός, πόλεμος, επιδημία θανατηφόρος.
      Μέχρι το 1357 η μονή κατοικούνταν από Ίβηρες και οι ακολουθίες ψάλλονταν στην Ιβηρική γλώσσα. Με σιγίλιο όμως του πατριάρχη Καλλίστου Β’ η διοίκηση πέρασε στα χέρια των Ελλήνων και στην κατάσταση αυτή βρίσκεται μέχρι σήμερα. Η τράπεζα χτίστηκε το 1848 στη θέση παλαιότερης που καταστράφηκε. Η παλαιά είχε τοιχογραφίες του 17ου αιώνα, ενώ η νέα, καμαροσκέπαστη, είναι χωρίς τοιχογραφίες. Η φιάλη ανακαινίστηκε το 1865 και στον θόλο της σώζονται ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες με σκηνές σχετικές με τα νερά. Στο ψηλό κωδωνοστάσιο, μπροστά στην τράπεζα, στεγαζόταν παλαιότερα η πλούσια βιβλιοθήκη της μονής (περισσότερα από 2.000 χειρόγραφα), σήμερα στεγάζεται σε ιδιαίτερο κτήριο δίπλα στην τράπεζα. Πρόκειται για τον παλαιό φούρνο, ο οποίος μετασκευάστηκε το 1963. Στο κτήριο της βιβλιοθήκης φυλάγονται ο λεγόμενος «σάκος του Τσιμισκή», τμήμα από τον αλυσιδωτό θώρακα του Τορνικίου, καθώς και αρκετά αυτοκρατορικά και πατριαρχικά έγγραφα .Το σκευοφυλάκιο, από τα πλουσιότερα του Αγίου Όρους, στεγάζεται σήμερα στο υπερώο του εξωνόρθηκα του καθολικού. Από την πλούσια συλλογή των φορητών εικόνων ξεχωρίζει η σειρά του παλαιού τέμπλου και άλλα έργα, από τον 14ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας.
    Το παρεκκλήσι της Πορταΐτισσας χτίστηκε το 1680 και σ’ αυτό γίνεται καθημερινά ακολουθία μπροστά στη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου της Πορταΐτισσας. Το παρεκκλήσι του Προδρόμου βρίσκεται πίσω από την Πορταΐτισσα και είναι χτισμένο, κατά την παράδοση, πάνω στο ιερό του Ποσειδώνα. Ο πύργος της νότιας πτέρυγας ανήκει στα αρχαιότερα τμήματα της μονής, αλλά με τον σεισμό του 1905 καταστράφηκε το πάνω τμήμα του και ερημώθηκε.  
     
 Εξαρτήματα.
       
  Στη Μονή Ιβήρων ανήκει η ιδιόρρυθμη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου που βρίσκεται στα δυτικά της μονής, πάνω στο βουνό, μέσα σε υπέροχο και καταπράσινο δάσος.  Σήμερα κατοικείται από ελάχιστους μοναχούς, οι οποίοι ασχολούνται με την κατασκευή θυμιάματος. Ο κυριακός ναός χτίστηκε το 1779 και τοιχογραφήθηκε το 1799







 ΙΕΡΕΣ  ΕΙΚΟΝΕΣ – ΚΑΛΥΒΕΣ – ΣΠΗΛΑΙΑ  Κ.Λ.Π.